- κατόμνυμι
- κατόμνυμι (ΑΜ)διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.)αρχ.1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.)2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο3. μέσ. κατόμνυμαικατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτῳ», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὄμνυμι «ορκίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.